- φαινυλογαλακτικός
- -ή, -ό, Νφρ. «φαινυλογαλακτικό οξύ»χημ. μονοκυκλική οργανική ένωοη, αρωματικό υδροξυοξύ, φαινυλοπαράγωγο τού γαλακτικού οξέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. (acide) phenyllactique < phenyl (βλ. φαινύλιο) + -lactique (< λατ. lac, lactis «γάλα»)].
Dictionary of Greek. 2013.